- ρεβύ
- η άκλ. ревю, эстрадно-музыкальное обозрение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεβύ — η, Ν ελαφρό θεατρικό έργο με σκετς που σατιρίζουν την επικαιρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revue «αναθεώρηση» (< γαλλ. revoir «ξαναβλέπω»)] … Dictionary of Greek